- δοκιμαστήριον
- δοκιμαστήριονtestneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκιμαστηρίοις — δοκιμαστήριον test neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστηρίου — δοκιμαστήριον test neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστηρίων — δοκιμαστήριον test neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστηρίῳ — δοκιμαστήριον test neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστήριο — το (Α δοκιμαστήριον) [δοκιμαστήρ] νεοελλ. ειδικός χώρος για δοκιμή (κυρίως) ενδυμάτων αρχ. μέσο για να διεξαχθεί δοκιμή ή εξέταση … Dictionary of Greek